- πρόσφυση
- η /πρόσφυσις, -ύσεως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. -ύσιος, Α [προσφύω]συνένωση, προσκόλλησηνεοελλ.τεχνολ.1. συγκόλληση ανομοιογενών σωμάτων κατά την επαφή τους2. η ικανότητα ενός οχήματος να διατηρείται στην επιθυμητή πορεία πάνω στον δρόμο χωρίς να εκτρέπεται από αυτήν, κν. κράτημαμσν.περίπτυξη, εναγκαλισμόςαρχ.1. το σημείο προσκόλλησης, όπως π.χ. τών σκελών πάνω στο σώμα, τού διαφράγματος στη σπονδυλική στήλη, τού ομφαλού στα έμβρυα κ.λπ. («ὀδύνη λαμβάνει εἰς τὴν πρόσφυσιν τοῡ ἰσχίου», Ιπποκρ.)2. (στον Αριστοτ.) κάθε εξωτερική ή μετέπειτα γινόμενη αύξηση, η οποία δεν αποτελεί μέρος τού οργανισμού, σε αντιδιαστολή προς τη σύμφυση («ἡ τοῡ ᾠοῡ πρόσφυσις», Αριστοτ.)3. (για τα δένδρα) η ανάπτυξη νέου ξύλου4. (για την τροφή) αφομοίωση, χώνευση5. το να συγκρατείται κάποιος ή κάτι ισχυρά πάνω σε κάτι άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.